- τσολιαδίστικος
- -η, -ο1. τσολιάδικος (βλ. λ.).2. το ουδ. στον πληθ., τσολιαδίστικα, τα φορεσιά τσολιά, ευζωνική ενδυμασία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσολιαδίστικος — η, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τσολιά 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα τσολιαδίστικα η φορεσιά τού τσολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσολιαδ τού πληθ. τσολιάδες τής λ. τσολιάς + κατάλ. ίστικος (πρβλ. αγορ ίστικος)] … Dictionary of Greek
τσολιάδικος — η, ο, Ν τσολιαδίστικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τσολιαδ τού πληθ. τσολιάδες τής λ. τσολιάς + κατάλ. ικος] … Dictionary of Greek